- υπονιτρώδης
- -ες / ὑπονιτρώδης, -ῶδες, ΝΑνεοελλ.φρ. α) «υπονιτρώδη άλατα»χημ. τα άλατα τού υπονιτρώδους οξέοςβ) «υπονιτρώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση τού αζώτου που παρασκευάζεται κατά την επίδραση νιτρώδους οξέος στην υδροξυλαμίνη ή κατά την αναγωγή τού νιτρώδους οξέος από αμάλγαμα νατρίουαρχ.ο κάπως νιτρώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + νιτρώδης (< νίτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.